Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Firefighter
01
πυροσβέστης, διασώστης
someone whose job is to put out fires and save people or animals from dangerous situations
Παραδείγματα
The firefighter bravely entered the burning building to rescue trapped occupants.
Ο πυροσβέστης μπήκε γενναία στο κτίριο που έκαιγε για να σώσει τους παγιδευμένους κατοίκους.
She joined the fire department to fulfill her dream of becoming a firefighter.
Προσχώρησε στην πυροσβεστική υπηρεσία για να εκπληρώσει το όνειρό της να γίνει πυροσβέστης.



























