Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Firebox
01
θάλαμος καύσης, θάλαμος καύσης
the chamber in a steam locomotive where fuel is burned to heat water and produce steam
Παραδείγματα
She monitored the temperature inside the firebox.
Παρακολούθησε τη θερμοκρασία μέσα στο θαλάμο καύσης.
The firebox door was closed tightly during operation.
Η πόρτα του καυστήρα ήταν κλειστή σφιχτά κατά τη λειτουργία.
Λεξικό Δέντρο
firebox
fire
box



























