Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Firearm
01
πυροβόλο όπλο, πιστόλι
a portable weapon that uses controlled explosions to propel a projectile through a barrel
Παραδείγματα
He always carries a concealed firearm for self-defense.
Πάντα κουβαλάει ένα κρυμμένο πυροβόλο όπλο για αυτοάμυνα.
Hunters use a rifle as their primary firearm for hunting game.
Οι κυνηγοί χρησιμοποιούν ένα τουφέκι ως το κύριο πυροβόλο όπλο τους για το κυνήγι.



























