
Αναζήτηση
to fidget
01
χαλαρώνω, κουνιέμαι
to make small, restless movements or gestures due to nervousness or impatience
Intransitive
Example
The child could n't sit still and kept fidgeting in his chair during the long car ride.
Το παιδί δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχα και συνέχιζε να κουνιέται στην καρέκλα του κατά τη διάρκεια της μακράς διαδρομής με το αυτοκίνητο.
She fidgeted with her pen during the meeting, unable to concentrate on the discussion.
Κουνιόταν με το στυλό της κατά τη διάρκεια της συνάντησης, αδύνατη να συγκεντρωθεί στη συζήτηση.
Fidget
01
ανησυχία, αναστάτωση
a feeling of agitation expressed in continual motion

Συναφή Λέξεις