Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fidelity
01
πιστότητα, αφοσίωση
the quality of showing loyalty and faithfulness to someone or something
Παραδείγματα
He admired the dog 's fidelity to its owner.
Θαύμασε την πιστότητα του σκύλου στον ιδιοκτήτη του.
The marriage was marked by mutual fidelity and trust.
Ο γάμος χαρακτηρίστηκε από αμοιβαία πιστότητα και εμπιστοσύνη.
02
πιστότητα, ακρίβεια
accuracy with which a copy or reproduction matches the original
Παραδείγματα
The recording had remarkable fidelity to the live performance.
Η ηχογράφηση είχε αξιοσημείωτη πιστότητα σε σχέση με τη ζωντανή παράσταση.
High‑fidelity speakers reproduce sound with minimal distortion.
Τα ηχεία υψηλής πιστότητας αναπαράγουν τον ήχο με ελάχιστη παραμόρφωση.
Λεξικό Δέντρο
infidelity
fidelity



























