Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fatality
01
θανατηφόρος, μοιραιότητα
the quality of being able to cause death or fatal disasters
02
θάνατος, βίαιος θάνατος
a death resulting from violence or accident
Λεξικό Δέντρο
fatality
fatal
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θανατηφόρος, μοιραιότητα
θάνατος, βίαιος θάνατος
Λεξικό Δέντρο