Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fatal
01
θανατηφόρος, μοιραίος
resulting in death
Παραδείγματα
The car accident caused fatal injuries to the driver, resulting in their death at the scene.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα προκάλεσε θανάσιμα τραύματα στον οδηγό, με αποτέλεσμα το θάνατό του στο σημείο.
The patient suffered from a fatal heart attack and could not be revived by the medical team.
Ο ασθενής υπέστη θανάσιμο καρδιακό επεισόδιο και δεν μπορούσε να αναστηθεί από την ιατρική ομάδα.
02
governed or predetermined by fate
Παραδείγματα
Their meeting felt fatal, as if destined to happen.
The prophecy spoke of a fatal event beyond human control.
03
θανατηφόρος, μοιραίος
causing severe harm or complete failure
Παραδείγματα
Ignoring basic safety protocols can have fatal consequences in hazardous work environments.
Η αγνόηση βασικών πρωτοκόλλων ασφαλείας μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες σε επικίνδυνα εργασιακά περιβάλλοντα.
The company 's fatal mistake was underestimating the competition's market strategy.
Το μοιραίο λάθος της εταιρείας ήταν η υποτίμηση της στρατηγικής της αγοράς του ανταγωνισμού.
Λεξικό Δέντρο
fatalism
fatalist
fatality
fatal



























