Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fat-free
01
χωρίς λίπος, χαμηλός σε λίπος
(of food or similar products) containing little or no fat
Παραδείγματα
The store offers a wide range of fat-free yogurt options for health-conscious customers.
Το κατάστημα προσφέρει μια ευρεία γκάμα επιλογών για γιαούρτι χωρίς λιπαρά για τους πελάτες που ενδιαφέρονται για την υγεία τους.
I switched to fat-free milk to reduce my calorie intake.
Πήγα σε γάλα χωρίς λιπαρά για να μειώσω την πρόσληψη θερμίδων μου.



























