Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fast-paced
01
γρήγορος ρυθμός, ενθουσιώδης
characterized by a high level of speed, activity, or excitement
Παραδείγματα
She enjoys the fast-paced lifestyle of living in a big city.
Απολαμβάνει τον γρήγορο ρυθμό ζωής της διαβίωσης σε μια μεγάλη πόλη.
The book 's fast-paced plot made it hard to put down.
Η γρήγορη πλοκή του βιβλίου το έκανε δύσκολο να το αφήσεις.



























