Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Farfalle
01
farfalle, πεταλούδες
pasta in form of bowties or butterfly wings
Παραδείγματα
My son loves the the creamy farfalle Alfredo I make for him.
Ο γιος μου λατρεύει τα κρεμώδη farfalle Alfredo που του φτιάχνω.
The grilled chicken farfalle was a protein-packed and filling dish.
Τα farfalle με ψητό κοτόπουλο ήταν ένα πιάτο πλούσιο σε πρωτεΐνες και χορταστικό.



























