Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Farm
Παραδείγματα
A small stream runs through the farm, providing water for the crops.
Ένα μικρό ρυάκι διασχίζει το αγρόκτημα, παρέχοντας νερό για τις καλλιέργειες.
A tractor is an indispensable piece of equipment on a large farm.
Ένα τρακτέρ είναι ένα απαραίτητο εξάρτημα σε μια μεγάλη αγροικία.
02
αγρόκτημα, φάρμα
a house where a farmer lives on a farm
to farm
01
καλλιεργώ, εκτρέφω
to earn a living by cultivating crops or raising animals for food, goods, or other products
Intransitive
Παραδείγματα
She decided to farm full-time after years of working in the city.
Αποφάσισε να καλλιεργεί πλήρους απασχόλησης μετά από χρόνια εργασίας στην πόλη.
The couple decided to farm organically and sell produce at the farmers' market.
Το ζευγάρι αποφάσισε να καλλιεργεί οργανικά και να πουλάει προϊόντα στην αγορά των αγροτών.
02
καλλιεργώ, εκτρέφω
to grow crops or raise animals using agricultural techniques to improve production
Transitive: to farm crops or livestock
Παραδείγματα
The family farms wheat and corn on their land in the countryside.
Η οικογένεια καλλιεργεί σιτάρι και καλαμπόκι στη γη τους στην ύπαιθρο.
They farm organic vegetables and herbs for their local market.
Αυτοί καλλιεργούν βιολογικά λαχανικά και βότανα για την τοπική τους αγορά.
03
μισθώνω τη φορολογική είσπραξη, χορηγώ το δικαίωμα είσπραξης εσόδων
to grant someone the right to collect and keep the revenues from a tax in exchange for a fee
Transitive: to farm a tax or custom revenue | to farm a tax or custom revenue to sb
Παραδείγματα
They farmed the tax collection duties to a third-party agency.
Εξωτέρικευσαν τα καθήκοντα είσπραξης φόρων σε έναν τρίτο φορέα.
In ancient times, rulers would farm the taxes to wealthy citizens in exchange for a fee.
Στην αρχαιότητα, οι κυβερνήτες έδιναν σε μίσθωση τους φόρους σε πλούσιους πολίτες αντικαταβολικά ενός τέλους.



























