Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fanatically
01
φανατικά, με φανατισμό
in an extremely enthusiastic, obsessive, or excessively devoted way
Παραδείγματα
He fanatically supported the team, attending every match no matter the weather.
Υποστήριζε φανατικά την ομάδα, παρευρισκόμενος σε κάθε αγώνα ανεξάρτητα από τον καιρό.
She fanatically followed every new development in the case, even printing out court transcripts.
Ακολούθησε φανατικά κάθε νέα εξέλιξη στην υπόθεση, τυπώνοντας ακόμη και τα πρακτικά του δικαστηρίου.
Λεξικό Δέντρο
fanatically
fanatical
fanatic
fan



























