Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Euphony
01
ευφωνία, αρμονικός συνδυασμός ήχων
a harmonious combination of sounds that is pleasing to the ear
Παραδείγματα
The orchestral piece was a masterclass in euphony, captivating every listener.
Το ορχηστρικό κομμάτι ήταν ένα μάθημα τελειότητας στην ευφωνία, γοητεύοντας κάθε ακροατή.
Nature provided its own euphony with the soft murmur of the creek.
Η φύση παρείχε τη δική της ευφωνία με το απαλό μουρμουρητό του ρυακιού.
Λεξικό Δέντρο
euphonic
euphonious
euphony



























