Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Etna
01
εργαστηριακός καυστήρας αερίου, καυστήρας Μπούνσεν
a gas burner used in laboratories; has an air valve to regulate the mixture of gas and air
02
ένα αδρανές ηφαίστειο στη Σικελία; τελευταία έκρηξη το 1961; το υψηλότερο ηφαίστειο στην Ευρώπη (10.500 πόδια), η Ετνα
an inactive volcano in Sicily; last erupted in 1961; the highest volcano in Europe (10,500 feet)



























