Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Etiquette
01
εθιμοτυπία
a set of conventional rules or formal manners, usually in the form of ethical code
Παραδείγματα
Good etiquette is essential at formal dinners.
Η εθιμοτυπία είναι απαραίτητη στις επίσημες δείπνους.
She followed proper etiquette when meeting the guests.
Ακολούθησε τη σωστή εθιμοτυπία όταν συνάντησε τους επισκέπτες.



























