Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Amenities
01
ανέσεις, εγκαταστάσεις
features, services, or other things that provide convenience, comfort, and enjoyment
Παραδείγματα
The new apartment complex boasts numerous amenities, including a state-of-the-art gym, a swimming pool, and a rooftop garden.
Το νέο συγκρότημα διαμερισμάτων διαθέτει πολλές ανέσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός σύγχρονου γυμναστηρίου, μιας πισίνας και ενός κήπου στη στέγη.
Guests were impressed by the hotel 's luxurious amenities, such as the spa, gourmet restaurant, and concierge service.
Οι επισκέπτες εντυπωσιάστηκαν από τις πολυτελείς παροχές του ξενοδοχείου, όπως το σπα, το εστιατόριο γκουρμέ και η υπηρεσία κονσιέρζ.



























