Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amen
01
Αμήν
used after a prayer or a statement of faith to affirm the sentiments expressed
Παραδείγματα
May the Lord bless us and keep us. Amen.
Ο Κύριος να μας ευλογεί και να μας φυλάει. Αμήν.
Let us pray for peace in the world. Amen.
Ας προσευχηθούμε για την ειρήνη στον κόσμο. Αμήν.
Amen
01
μια πρωτόγονη αιγυπτιακή προσωποποίηση του αέρα και της αναπνοής; λατρευόταν ιδιαίτερα στις Θήβες, μια αρχαία αιγυπτιακή ενσάρκωση του αέρα και της αναπνοής; λατρευόταν κυρίως στις Θήβες
a primeval Egyptian personification of air and breath; worshipped especially at Thebes



























