Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Amelioration
01
βελτίωση
the improvement of a bad situation or condition
Παραδείγματα
The new policies led to the amelioration of working conditions, boosting employee morale.
Οι νέες πολιτικές οδήγησαν στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ενισχύοντας το ηθικό των εργαζομένων.
Planting more trees in urban areas can contribute to the amelioration of air quality.
Η φύτευση περισσότερων δέντρων σε αστικές περιοχές μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα.
Λεξικό Δέντρο
amelioration
ameliorate
amelior



























