Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Eon
01
αιών, θεϊκή δύναμη
(Gnosticism) a divine power or nature emanating from the Supreme Being and playing various roles in the operation of the universe
Παραδείγματα
It felt like an eon waiting for the train to arrive.
Ένιωσα σαν να πέρασε μια αιωνιότητα περιμένοντας το τρένο να φτάσει.
The old house had n't been updated in eons.
Το παλιό σπίτι δεν είχε ενημερωθεί για αιώνες.
03
αιώνας, γεωλογική εποχή
a vast and longest subdivision of geological time
Παραδείγματα
The Phanerozoic Eon encompasses the most recent 540 million years and includes the current era, the Cenozoic.
Η αιών Φανεροζωικός καλύπτει τα τελευταία 540 εκατομμύρια χρόνια και περιλαμβάνει την τρέχουσα εποχή, την Καινοζωική.
Eons serve as fundamental units in the geological time scale, helping organize Earth's extensive history.
Οι αιώνες χρησιμεύουν ως θεμελιώδεις μονάδες στη γεωλογική χρονική κλίμακα, βοηθώντας στην οργάνωση της εκτεταμένης ιστορίας της Γης.



























