Enucleation
volume
British pronunciation/ɪnjˌuːklɪˈeɪʃən/
American pronunciation/ɪnˌuːklɪˈeɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "enucleation"

01

surgical removal of something without cutting into it

word family

enucleate

enucleate

Verb

enucleation

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store