Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ambiguous
01
ασαφής, διφορούμενος
unclear and not precisely stated or defined
Παραδείγματα
The movie 's ending was ambiguous, leaving the audience with more questions than answers.
Το τέλος της ταινίας ήταν ασαφές, αφήνοντας το κοινό με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις.
She found the directions on the assignment ambiguous, which led to a variety of responses from her classmates.
Βρήκε τις οδηγίες της εργασίας ασαφείς, γεγονός που οδήγησε σε μια ποικιλία απαντήσεων από τους συμμαθητές της.
Παραδείγματα
The term “ investment ” can be ambiguous in different financial contexts.
Ο όρος "επένδυση" μπορεί να είναι ασαφής σε διαφορετικά οικονομικά πλαίσια.
The phrase " I saw her duck " is ambiguous because it could mean seeing a bird or watching someone lower their head.
Η φράση "Είδα την πάπια της" είναι ασαφής επειδή θα μπορούσε να σημαίνει είτε να βλέπεις ένα πουλί είτε να παρακολουθείς κάποιον να χαμηλώνει το κεφάλι του.
Λεξικό Δέντρο
ambiguously
unambiguous
ambiguous
ambigu



























