Enfranchised
volume
British pronunciation/ɛnfɹˈɑːnt‍ʃa‍ɪzd/
American pronunciation/ɛnˈfɹænˌtʃaɪzd/

Ορισμός και Σημασία του "enfranchised"

enfranchised
01

endowed with the rights of citizenship especially the right to vote

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store