LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Efflorescent
/ˌɛfləɹˈɛsənt/
/ˌɛflɚɹˈɛsənt/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "efflorescent"
efflorescent
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανθισμένος
grown into a flower
abloom
02
ανθισμένος
producing a powdery or crystalline deposit, particularly one that is white in color
03
ανθισμένος
thriving and developing quickly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App