Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Efficiency
01
αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα
the ratio of the output to the input of any system
02
αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα
the ability to act or function with minimum effort, time, and resources
Παραδείγματα
Home renovations took less time with the contractor 's efficiency in planning and order of tasks.
Οι ανακαινίσεις του σπιτιού πήραν λιγότερο χρόνο με την αποτελεσματικότητα του εργολάβου στον σχεδιασμό και τη σειρά των εργασιών.
The factory prioritized efficiency by minimizing unnecessary motions on the assembly line.
Το εργοστάσιο προτίμησε την αποτελεσματικότητα ελαχιστοποιώντας τις περιττές κινήσεις στη γραμμή συναρμολόγησης.
Λεξικό Δέντρο
inefficiency
efficiency
efficacy



























