efficiently
e
ɪ
ι
ffi
ˈfɪ
φι
cient
ʃənt
σαντ
ly
li
λι
British pronunciation
/ɪfˈɪʃəntli/

Ορισμός και σημασία του "efficiently"στα αγγλικά

efficiently
01

αποτελεσματικά, με αποτελεσματικότητα

with minimum waste of resources or energy

economically

efficiently definition and meaning
example
Παραδείγματα
The new software system allows employees to process orders more efficiently, reducing manual errors.
Το νέο λογισμικό επιτρέπει στους υπαλλήλους να επεξεργάζονται τις παραγγελίες πιο αποτελεσματικά, μειώνοντας τα χειροκίνητα λάθη.
She organized her daily tasks efficiently, ensuring a balanced workload.
Οργάνωσε τις καθημερινές της εργασίες αποτελεσματικά, διασφαλίζοντας μια ισορροπημένη φόρτωση εργασίας.

Λεξικό Δέντρο

inefficiently
efficiently
efficient
effici
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store