efficacy
e
ˈɛ
ε
ffi
φι
ca
ˌkæ
και
cy
si
σι
British pronunciation
/ˈɛfɪkəsi/

Ορισμός και σημασία του "efficacy"στα αγγλικά

01

αποτελεσματικότητα

the power to bring about planned or wanted results
example
Παραδείγματα
Researchers are conducting clinical trials to further evaluate the efficacy of the new vaccine.
Οι ερευνητές διεξάγουν κλινικές δοκιμές για να αξιολογήσουν περαιτέρω την αποτελεσματικότητα του νέου εμβολίου.
Questions remain about the true efficacy of the advertising campaign due to the lack of metrics collected.
Παραμένουν ερωτήματα σχετικά με την πραγματική αποτελεσματικότητα της διαφημιστικής καμπάνιας λόγω της έλλειψης μετρήσεων που συλλέχθηκαν.

Λεξικό Δέντρο

efficacious
efficiency
inefficacy
efficacy
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store