LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Effete
/ˈɛfiːt/
/ɛˈfit/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "effete"
effete
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
εξαντλημένος
deprived of vigor and the ability to be effective
02
εξαντλημένος
freshwater snails
family Physidae
Physidae
03
εξαντλημένος
affected, overrefined, and effeminate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App