Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
edited
01
επεξεργασμένος, τροποποιημένος
revised or altered to improve clarity, correctness, or quality
Παραδείγματα
The edited manuscript addressed the reviewer's comments and was ready for publication.
Το επεξεργασμένο χειρόγραφο αντιμετώπισε τα σχόλια του κριτή και ήταν έτοιμο για δημοσίευση.
The edited version of the film removed scenes deemed inappropriate for younger audiences.
Η επεξεργασμένη έκδοση της ταινίας αφαίρεσε σκηνές που θεωρήθηκαν ακατάλληλες για νεότερο κοινό.
Λεξικό Δέντρο
unedited
edited



























