Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alternating
01
εναλλασσόμενος, εναλλακτικός
(of a current) reversing direction
Παραδείγματα
The weather featured alternating periods of sunshine and rain throughout the week.
Ο καιρός παρουσίαζε εναλλασσόμενες περιόδους ηλιοφάνειας και βροχής καθ' όλη τη διάρκεια της εβδομάδας.
The concert had alternating performances by soloists and the full orchestra.
Η συναυλία είχε εναλλασσόμενες παραστάσεις από σολίστες και την πλήρη ορχήστρα.
Λεξικό Δέντρο
alternating
alternate
altern



























