LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dung
/dʌŋ/
/dʌŋ/
Noun (1)
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "dung"
Dung
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fecal matter of animals
to dung
ΡΉΜΑ
01
defecate; used of animals
02
fertilize or dress with dung
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dune cycling
dune buggy
dune
dunderhead
dundathu pine
dung beetle
dungaree
dungeon
dungeon synth
dungeons & dragons
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App