drawl
drawl
drɔl
ντρολ
British pronunciation
/dɹˈɔːl/

Ορισμός και σημασία του "drawl"στα αγγλικά

01

αργή ομιλία, πρότυπη ομιλία με παρατεταμένα φωνήεντα

a slow speech pattern with prolonged vowels
to drawl
01

τραβώ τις λέξεις, μιλώ αργά

to speak slowly and with prolonged vowels, often with a lazy or relaxed manner
example
Παραδείγματα
She often drawls when she's tired, her speech becoming more languid as the day progresses.
Συχνά τραβάει τις λέξεις όταν είναι κουρασμένη, η ομιλία της γίνεται πιο νωθρή καθώς προχωράει η ημέρα.
Yesterday, the comedian drawled in his stand-up routine, mimicking various accents for comedic effect.
Χθες, ο κωμικός τράβηξε τις λέξεις στην stand-up παράστασή του, μιμούμενος διάφορες προφορές για κωμικό αποτέλεσμα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store