LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Drawstring
/dɹˈɔːstɹɪŋ/
/dɹˈɔːstɹɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "drawstring"
Drawstring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a tie consisting of a cord that goes through a seam around an opening
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
drawshave
drawnwork
drawn-out
drawn butter
drawn
drawstring bag
dray
dray horse
drayhorse
dread
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App