Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
drawn
01
κουρασμένος, ωχρός
looking ill, anxious, pale, or starved
02
κλειστό, τραβηγμένο
having the curtains or draperies closed or pulled shut
Λεξικό Δέντρο
indrawn
undrawn
drawn
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουρασμένος, ωχρός
κλειστό, τραβηγμένο
Λεξικό Δέντρο