Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dramatize
01
δραματοποιώ, προσαρμόζω για κινηματογράφο ή θέατρο
to turn a book, story, or an event into a movie or play
Παραδείγματα
Historical accounts of great leaders are often dramatized in biographical films to engage modern audiences.
Οι ιστορικές αφηγήσεις των μεγάλων ηγετών δραματοποιούνται συχνά σε βιογραφικές ταινίες για να ελκύσουν το μοντέρνο κοινό.
The playwright decided to dramatize the novel, adapting it into an engaging and visually stunning stage production.
Ο θεατρικός συγγραφέας αποφάσισε να δραματοποιήσει το μυθιστόρημα, προσαρμόζοντάς το σε μια συναρπαστική και οπτικά εντυπωσιακή σκηνική παραγωγή.
02
δραματοποιώ, καλλωπίζω
to make something more vivid, interesting, or intense by adding details
Παραδείγματα
He dramatized the story to make it more entertaining.
Δραματοποίησε την ιστορία για να την κάνει πιο ψυχαγωγική.
The journalist dramatized the situation to capture readers' attention.
Ο δημοσιογράφος δραματοποίησε την κατάσταση για να τραβήξει την προσοχή των αναγνωστών.
03
δραματοποιώ, υπερβάλλω
to exaggerate the importance, danger, or emotional impact of something
Παραδείγματα
Do n't dramatize minor setbacks — they're not life-threatening.
Μην δραματοποιείτε τις μικρές αναποδιές—δεν απειλούν τη ζωή.
He tends to dramatize small mistakes.
Έχει την τάση να δραματοποιεί τα μικρά λάθη.
Λεξικό Δέντρο
overdramatize
dramatize
dram



























