Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Draper
01
έμπορος υφασμάτων, πωλητής ραπτικών ειδών
a merchant who sells fabrics, sewing supplies, and sometimes clothing and household dry goods
Παραδείγματα
The draper showed her a selection of silk and velvet for the gown.
Ο υφασματέμπορος της έδειξε μια επιλογή από μετάξι και βελούδο για το φόρεμα.
He apprenticed with a draper before opening his own tailoring shop.
Εκπαιδεύτηκε σε έναν υφασματέμπορο πριν ανοίξει το δικό του εργαστήριο ραπτικής.
Λεξικό Δέντρο
draper
drape



























