drastic
dras
ˈdræs
ντραισ
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/dɹˈɑːstɪk/

Ορισμός και σημασία του "drastic"στα αγγλικά

01

δραστικός, ριζικός

having a strong or far-reaching effect
drastic definition and meaning
DisapprovingDisapproving
example
Παραδείγματα
She made the drastic decision to quit her job and travel the world.
Πήρε την δραστική απόφαση να παραιτηθεί από τη δουλειά της και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.
The doctor prescribed drastic measures to lower his patient's cholesterol levels.
Ο γιατρός συνέταξε δραστικά μέτρα για να μειώσει τα επίπεδα χοληστερόλης του ασθενούς του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store