Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dram
01
δραχμή, νδραμ
1/16 ounce or 1.771 grams
02
δραχμή, όγδοο της ουγγιάς
a unit of apothecary weight equal to an eighth of an ounce or to 60 grains
Παραδείγματα
He poured himself a dram of whisky to unwind after a long day.
Έριξε στον εαυτό του ένα ντραμ ουίσκι για να χαλαρώσει μετά από μια μακρά μέρα.
She offered her guests a dram of her finest Scotch as a welcome gesture.
Πρόσφερε στους καλεσμένους της ένα dram από το καλύτερο σκότς της ως χαιρετιστήριο χειρονομία.
Λεξικό Δέντρο
dramatic
dramatize
dramaturgic
dram



























