Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
divinely
01
θεϊκά, υπέροχα
in an exceptionally pleasing or delightful way
Παραδείγματα
The sunrise painted the sky in divinely vibrant hues.
Η ανατολή του ηλίου ζωγράφισε τον ουρανό με θεϊκές ζωηρές αποχρώσεις.
The music resonated divinely, creating a sense of transcendence.
Η μουσική αντήχησε θεϊκά, δημιουργώντας μια αίσθηση υπέρβασης.
Λεξικό Δέντρο
divinely
divine



























