Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
distinguished
01
διακεκριμένος, αξιοσέβαστος
(of a person) very successful and respected
Παραδείγματα
The distinguished scientist received the Nobel Prize for her groundbreaking research.
Ο διακεκριμένος επιστήμονας έλαβε το Βραβείο Νόμπελ για την πρωτοποριακή της έρευνα.
The professor was a distinguished scholar in the field of astrophysics.
Ο καθηγητής ήταν ένας διακεκριμένος λόγιος στον τομέα της αστροφυσικής.
02
διακεκριμένος, ευγενής
highly respected and notable, reflected in appearance or behavior
Παραδείγματα
The distinguished professor received a standing ovation for his groundbreaking research.
Ο διακεκριμένος καθηγητής έλαβε κατευθείαν επευφημίες για την πρωτοποριακή του έρευνα.
Her distinguished manner at the event drew admiration from all who met her.
Ο διακεκριμένος τρόπος της στην εκδήλωση κέρδισε τον θαυμασμό όλων όσων τη γνώρισαν.
Λεξικό Δέντρο
undistinguished
distinguished
distinguish



























