Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
distinctively
01
χαρακτηριστικά, με χαρακτηριστικό τρόπο
in a way that is easily recognizable
Παραδείγματα
The logo was distinctively different from those of other brands.
Το λογότυπο ήταν ξεχωριστά διαφορετικό από αυτά άλλων μαρκών.
Her voice is distinctively recognizable in the crowded room.
Η φωνή της είναι διακριτικά αναγνωρίσιμη στο γεμάτο δωμάτιο.
Λεξικό Δέντρο
distinctively
distinctive



























