Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aristocratic
01
αριστοκρατικός, ευγενής
reflecting the traits or lifestyle of the nobility, marked by elegance and high social status
Παραδείγματα
The aristocratic family traced their lineage back to medieval royalty.
Η αριστοκρατική οικογένεια ανέδειξε την καταγωγή της μέχρι τη μεσαιωνική βασιλική οικογένεια.
She carried herself with an aristocratic grace that set her apart from others.
Κινούνταν με μια αριστοκρατική χάρη που την ξεχώριζε από τους άλλους.
Λεξικό Δέντρο
aristocratic
aristocrat



























