Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Distaste
01
απέχθεια, σιχαμάρα
a feeling of dislike toward something or someone
Παραδείγματα
His distaste for spicy food was evident in his grimace after tasting the dish.
Η απέχθειά του για τα πικάντικα φαγητά ήταν εμφανής στη grimace του αφού δοκίμασε το πιάτο.
He could not hide his distaste for the noisy environment at the party.
Δεν μπορούσε να κρύψει την απέχθειά του για το θορυβώδες περιβάλλον στο πάρτι.



























