Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dissidence
01
διαφωνία, αντίθεση
the action or process of disagreeing or disobeying established authority or doctrine
Παραδείγματα
The dictator responded to growing public dissidence with increasingly repressive security crackdowns and censorship.
Ο δικτάτορας απάντησε στην αυξανόμενη δημόσια διαφωνία με ολοένα και πιο κατασταλτικές επιχειρήσεις ασφαλείας και λογοκρισία.
Her writings expressing dissidence against institutionalized racism and sexism challenged mainstream views of the era.
Τα γραπτά της που εκφράζουν διαφωνία ενάντια στον θεσμικό ρατσισμό και σεξισμό αμφισβήτησαν τις κυρίαρχες απόψεις της εποχής.
Λεξικό Δέντρο
dissidence
dissid



























