Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dissenting
01
διαφωνών, αντιμαχόμενος
having or giving opinions that differ from those officially or commonly accepted
Λεξικό Δέντρο
dissenting
dissent
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαφωνών, αντιμαχόμενος
Λεξικό Δέντρο