Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disheartening
01
αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός
causing someone to lose hope or courage
Παραδείγματα
The team found the loss disheartening after months of hard work.
Η ομάδα βρήκε την απώλεια αποθαρρυντική μετά από μήνες σκληρής δουλειάς.
It was disheartening to see so much litter in the beautiful park.
Ήταν αποθαρρυντικό να βλέπεις τόσα πολλά σκουπίδια στο όμορφο πάρκο.
Λεξικό Δέντρο
disheartening
dishearten
hearten



























