LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dishonestly
/dɪsˈɒnɪstli/
/dɪˈsɔnəstɫi/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "dishonestly"
dishonestly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
ανέντιμα
in a way that involves lie or deceiption
deceitfully
venally
honestly
Παράδειγμα
He
was
accused
of
dishonestly
obtaining
property
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App