Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disheartened
01
αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος
having lost all one's courage, hope, or enthusiasm
Παραδείγματα
The repeated setbacks in his career left him feeling disheartened and uncertain about his future.
Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες στην καριέρα του τον άφησαν αποθαρρυμένο και αβέβαιο για το μέλλον του.
The disheartened volunteers faced challenges in maintaining enthusiasm for their community project.
Οι αποθαρρυμένοι εθελοντές αντιμετώπισαν προκλήσεις στη διατήρηση του ενθουσιασμού για το κοινωνικό τους έργο.
Λεξικό Δέντρο
disheartened
heartened
hearten



























