Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disheveled
01
ακατάστατος, ατημέλητος
having an untidy appearance
Παραδείγματα
His hair was disheveled after the long day at work.
Τα μαλλιά του ήταν απεριποίητα μετά τη μακρά μέρα στη δουλειά.
The disheveled child was scolded for not tidying up before bed.
Το ατημέλητο παιδί μαλώθηκε επειδή δεν τακτοποίησε πριν κοιμηθεί.
Λεξικό Δέντρο
disheveled
dishevel



























