Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dishonestly
01
ανειλικρινά, με απατηλό τρόπο
in a way that involves lie or deceiption
Παραδείγματα
He was accused of dishonestly obtaining property.
Κατηγορήθηκε ότι απέκτησε περιουσία ανέντιμα.
Λεξικό Δέντρο
dishonestly
dishonest
honest



























