Disconsolate
volume
British pronunciation/dɪskˈɒnsələt/
American pronunciation/dɪskˈɑːnsələt/

Ορισμός και Σημασία του "disconsolate"

disconsolate
01

deeply unhappy or dejected

02

causing dejection

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store